- στόβους
- στόβοςabusemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Περσηΐς — Αρχαία πόλη της δυτικής Μακεδονίας στην περιοχή της Παιονίας, σε μικρή απόσταση από τους Στόβους. Το όνομά της δόθηκε το 183 π.Χ. από τον ιδρυτή της, βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο E΄, που θέλησε έτσι να τιμήσει τον γιο του Περσέα, τελευταίο… … Dictionary of Greek
στόβος — ὁ, Α 1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα μ (βλ. και λ. στέμβω)] … Dictionary of Greek
Στοβαίος, Ιωάννης — Έλληνας συγγραφέας (5ος μ.Χ. αι.) μιας ανθολογίας της ελληνικής λογοτεχνίας. Το όνομά του προέρχεται από τη γενέτειρα του πόλη, τους Στόβους της Μακεδονίας· για τη ζωή του τίποτα δεν είναι γνωστό. Το έργο του περιλήφθηκε την εποχή του Φώτιου (9ος … Dictionary of Greek